διαθέμενος

διαθέμενος
διατίθημι
arrange
aor part mid masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διατίθημι — (AM) 1. τακτοποιώ καθετί στη θέση του («θεοὶ διέθεσαν τὰ ὄντα», Ξεν. Απομν.) 2. μέσ. διανέμω την περιουσία μου με διαθήκη («καθὼς ἐν τῇ τελευταίᾳ βουλήσει μου διάθωμαι») αρχ. I. 1. κυβερνώ, διαχειρίζομαι («κράτιστα διαθέντι τοῡ πολέμου», Θουκ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • ԿՏԱԿԱԳԻՐ — (գրի, րաց.) NBH 1 1130 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 10c, 11c, 12c ա. διαθέμενος testator, testamentarius. Գրօղ կտակի. տանուտէր որ առնէ զկտակ. ... *Ուր կտակ է, հարկ է զմահ ʼի մէջ բերել զկտակագրի: Զիա՞րդ իցէ հաստատուն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”